dévoué - translation to
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

dévoué - translation to


dévouement      
{m} преданность, приверженность, верность, самоотверженность, самоотречение;
plein de dévouement - беззаветно преданный;
le dévouement à une cause - преданность какому-л. делу;
avec dévouement - преданно
преданность         
СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА
Преданность (фильм)
ж.
dévouement m
dévouement      
{m}
преданность; самопожертвование, самоотверженность
dévouement inconditionnel — безграничная преданность
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για dévoué
1. Devant le pouvoir, il était fils dévoué et soumis.
2. Ce qui suppose une action rapide et, partant, un chef des Affaires culturelles aussi dévoué qu‘efficace.
3. P';re dévoué, barbe blanche et lunettes épaisses, dont les parents sont rescapés d‘Auschwitz.
4. Ahmadinejad, entièrement dévoué au Guide, la désignation de fidèles comme M.
5. "Il faut choisir vendredi un gouvernement courageux dévoué au parti de Dieu (hezbollah)", a dit M.